παχέα

παχέα
παχύς
thick
neut nom/voc/acc pl (epic ionic)
παχέᾱ , παχύς
thick
fem nom/voc/acc dual (epic ionic)
παχύς
thick
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παχέᾳ — παχέαι , παχύς thick fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάχεα — πάχος thickness neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχέας — παχέᾱς , παχύς thick fem acc pl (epic ionic) παχύς thick masc acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 …   Dictionary of Greek

  • συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… …   Dictionary of Greek

  • χλαμυδοσπόριο — το, Ν (μυκητ.) αγενές σπόριο με παχέα τοιχώματα, που εμφανίζεται σε ορισμένους μύκητες και προέρχεται από διαφοροποίηση τών ενδιάμεσων κυττάρων τής υφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chlamydospore < χλαμύς, ύδος + σπόρος] …   Dictionary of Greek

  • ωοσπόριο — το, Ν βιολ. σπόριο, με παχέα τοιχώματα, ορισμένων φυκών και μυκήτων, το οποίο προκύπτει από τη σύζευξη μιας ωόσφαιρας με ένα ανθηροζωίδιο (α. «ωοσπόριο μόνανδρο» β. «ωοσπόριο πολύανδρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) «αβγό» + σπόριο. Η λ. είναι αντιδάνεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”